[1051] ἑτέρωσε, nach der andern Seite hin, ἀπὸ πυρκαϊῆς ἑτέρωσε λιασϑείς Il. 23, 231; ταρβήσας δ' ἑτ. βάλ' ὄμματα Od. 16, 179; sp. D.; ἔνϑεν μὲν ὠνηϑεῖσαν, ἑτέρωσε δὲ ἀγομένην, dorthin, Plat. Soph. 224 a. Allgemeiner, anderswohin, Ar. Ach. 828; – εἰς ἑτέρωσε, Ap. Rh. 4, 1315.