[756] ἔκ-δηλος, verstärktes simplex, sehr bekannt, ausgezeichnet; ἵν' ἔκδηλος μετὰ πᾶσιν Αργείοισιν γένοιτο Il. 5, 2; ganz offenbar, πάντα ἔκδηλα ποιεῖν Dem. 2, 21; Sp., wie Pol. 3, 12, 4. – Adv. ἐκδήλως, Ath. XIII, 561 b.