ἔξ-αρνος

[872] ἔξ-αρνος, ableugnend; ἔξαρνος εἶναι, leugnen, Ggstz ὁμολογεῖν, Plat. Charm. 158 c u. öfter; Ar. Nubb. 1230; Andoc. 1, 12 u. A.; ἔξαρνος ἦν μὴ ἀποκτεῖναι, er leugnete, getödtet zu haben, Her. 3, 66; ἔξαρνός ἐστι μηδ' ἰδεῖν με πώποτε Ar. Plut. 241; Plat. Soph. 260 d u. Sp.; ohne μή, Plat. Hipp. mai. 288 c; ἔξ. γίγνεσϑαι τὴν μαρτυρίαν Is. 3, 21; τὰς συνϑήκας Dem. 23, 171; περί τινος, ibd. 176; ὑπέρ τινος, D. Hal. 7, 34; οὐκ ἂν ἐξ. γένοιο μὴ οὐκ ἐμὸς υἱὸς εἶναι Luc. D. Mart. 14, 1.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 872.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: