[1115] ἔφ-εσις, ἡ, 1) das Danachwerfen, ἡ τοῖς βέλεσιν ἔφ. Plat. Legg. IV, 717 a. – 2) das Streben, Trachten wonach (vom med. ἐφίεμαι), Plat. defin. 413 c; ἡ βούλησις ἔφεσις μετὰ λόγου ὀρϑοῦ τοῦ τέλους Arist. Eth. 3, 5, 7; λύπης rhet. 3, 4; Plut. oft, der ἐφέσεις καὶ διώξεις vrbdt, Neigungen u. Bestrebungen, de tranq. animi 7. – 3) in der Gerichtssprache die Appellation, ἡ ἐξ ἑτέρου δικαστηρίου εἰς ἕτερον μεταγωγή Harpocr.; οὐκ ἂν ἐδώκατε τὴν εἰς ὑμᾶς ἔφεσιν Dem. 57, 6; D. Hal. 6, 58; Plut. Sol. 18; ἔφεσιν ἀγωνίζεσϑαι Luc. Prom. 4. Vgl. Meier u. Schömann Att. Proceß S. 766 ff.