[1125] ἔχθρα, ἡ, die Feindschaft, der Haß; πρὸς ἀλλήλους τίνες ἔχϑραι Aesch. Prom. 490; μὴ γάρ σε ϑρῆνος ὁὐμὸς εἰς ἔχϑραν βάλῃ, 388. 440, dir Haß zuziehe; Soph. Ai. 1336; Pind. P. 4, 145; κατ' ἔχϑραν τινός, aus Feindschaft, Haß gegen Einen, Ar. Pax 133; ἡ τῶν Λακεδαιμονίων ἔχϑρα, gegen die Laced., Thuc. 7, 57; ἡ ἔχϑρη – ἡ προοφειλομένη ἐς Ἀϑηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων ἐγένετο Her. 5, 82 (vgl. auch ἔχω); τὴν ἔχϑραν ἐς τοὺς 'Αργείους ἐποιήσαντο Thuc. 2, 68, wo auch ἔχϑρα πρὸς τοὺς Ἀργείους gesagt ist; ἔχϑραν συμβάλλειν, συνάπτειν τινί, sich die Feindschaft Imds zuziehen, Eur. Med. 44 Heracl. 459, auch αἴρεσϑαι, Dem. 21, 132; ἔχϑρα ἐστὶν ἐν αὐτοῖς πρὸς ἀλλήλους Plat. Euth. 7 b; εἰς ἔχϑραν ἐλϑεῖν, in Feindschaft gerathen, Phaedr. 256 d; πολλὴν εἰς ἔχϑραν καϑίστανται ἀλλήλοις Polit. 307 d; καταστήσαντες ὑμᾶς ἐς ἔχϑραν τῷ δήμῳ, nachdem sie euch der Volkspartei verfeindet haben, Xen. Hell. 3, 5, 9; ἔχϑραν ἔχειν πρός τινα, Feindschaft gegen Jem. hegen, Dem. 19, 222. Ueber δι' ἔχϑρας γίγνεσϑαι u. μολεῖν s. διά, vgl.Eur. Phoen. 479; - τὰς πρὸς ήμᾶς ἔχϑρας διαλύεσϑαι Isocr. 4, 15, vgl. Thuc. 4, 19, die Feindschaft aufheben, beilegen, wie λύειν, Eur. Tr. 50; auch ἐκβαλεῖν, 59; καταλλάσσεσϑαι τὰς ἔχϑρας, Her. 7, 145; ἔχϑρας πρὸς ἀλλήλους ἀνείλοντο Is. 1, 9; – μήτε πρὸς ἔχϑραν μηδένα ποιεῖ σϑαι λόγον μήτε πρὸς χάριν Dem. 8, 1.