[1134] ἕως, ἡ, gen. ἕω, dat. ἕῳ, acc. ἕω, ion. u. ep. ἠώς, dor. ἀώς, äol. αὔως (Curtius Grundz. d. Gr. Et. 2. Aufl. S. 358), der Tagesanbruch (ἕως ἡμέρας ἀρχή Plat. Defin. 411 b), die Morgenröthe; εὐάγγελος ἕως γένοιτο μητρὸς εὐφρόνης πάρα Aesch. Ag. 256; πρὸς πρώτην ἕω Soph. O. C. 478; ἡ φωςφόρος ἕως Eur. Ion 1158; ἕως λευκὸν ὄμμ' ἀναίρεται El. 102; μέχρι ἕως ἐγένετο Plat. Conv. 220 d; ἐξ ἕω μέχρι τῆς ἑτέρας ἕω τε καὶ ἡλίου ἀνατολῆς Legg. VII, 807 d; ἅμα τῇ ἕῳ, mit Tagesanbruch, Thuc. 2, 90 u. öfter; πρὸ τῆς ἕω 4, 31 u. A.; ὅπερ εἰώϑει γίγνεσϑαι ἐπὶ τὴν ἕω Thuc. 1, 84; ἐδόκει εἰς τὴν ἐπιοῦσαν ἕω ἥξειν βασιλέα Xen. An. 1, 7, 1. – Von der Himmelsgegend, Osten, τὸ πρὸς τὴν ἕω Her. 4, 40; τὸ πρὸς ἕω Plat. Legg. VI, 760 d; τὰ πρὸς ἕω μέρη Arist. u. a. Sp.; auch c. gen., π ρὸς ἕω τῆς πόλεως, τοῦ ποταμοῦ, östlich vom, Xen. Hell. 5, 4, 49 Plut. Lucull. 27.