[1161] ἠλιθιόω, einfältig machen, bethören, betäuben; μὴ φρένας ὑμῶν ἠλιϑιώσῃ βροντῆς μύκημα Aesch. Prom. 1063, Schol. εἰς ἀναισϑησίαν ἄξῃ.