[1180] ἠχέω (vgl. oben ἀχέω), schallen, ertönen, rauschen; ἠχεῖ δὲ κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου Hes. Th. 42; τὸν πρωκτὸν ἠχεῖν ὑπὸ βίας τοῦ πνεύματος Ar. Nubb. 164; φόρμιγξ ἠχήσειεν ἐπ' εὐχαῖς ἡμετέραις, sie mag dazu ertönen, Th. 327; ἤχεσκε ὁ χαλκὸς τῆς ἀσπίδος Her. 4, 200; τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ Plat. Prot. 329 a; Sp.; einen Laut von sich geben, neben διαλέγεσϑαι Plut. Cor. 38. – Auch trans., erschallen lassen, anstimmen, ἠχεῖ τις οὐκ ἄσημον κωκυτόν Soph. Tr. 863; dah. pass., τίς αὖ παρ' ὑμῶν ἠχεῖται κτύπος O. C. 1696. Vgl. noch Theocr. 2, 36 τὸ χαλκίον ὡς τάχος ἄχει, laß ertönen; τὰ φωνήεντα, aussprechen, Dem. Phaler. 71. S. auch ἰάχω.