[1149] ἡβητής, ὁ, = ἡβητήρ; κοῦροι ἡβηταί H. h. Merc. 56; ἠΐϑεος Diod. ep. 9 (VII, 627); adj., jugendlich, νέων βραχιόνων ἔδειξεν ἡβητὴν τύπον Eur. Heracl. 858.