[1151] ἡγήτειρα, ἡ, fem. zu ἡγητήρ, die Führerinn, Leiterinn; φωνή Plat. ep. 8 (VI, 43); ὀδμὴν ἡγήτειραν ἀμαλδῠναι φιλότητος Opp. Cyn. 1, 253.