[1178] ἡσύχιος, ον, = ἥσυχος; ἡσύχιον δ' ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσϑαι Il. 21, 598, ruhig, im Stillen; ἁσύχιος εἰράνα Pind. P. 9, 40. Auch bei Plat. = ruhig, bedächtig, im Ggstz von ταχύς u. ὀξύς, Charm. 159 d ff, καὶ φρόνιμον ἦϑος Rep. X, 604 e; vgl. τρόπου ἡσυχίου ἐόντα Her. 1, 107; καὶ ἀπράγμων βίος Dem. 10, 70; Sp., τὸ ἡσύχιον καὶ σιωπηλόν Plut. Fab. Hax. 1; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης, die Ruhe des Friedens, Thuc. 1, 120. – Adv., ἡσυχίως ἀποκρίνασϑαι Plat. Theaet. 179 e.