[1237] ἰδιότης, ητος, ἡ, Eigenheit, Eigenthümlichkeit; κατὰ τὴν ἰδιότητα τῶν πράξεων τοὔνομα δι-καίως εἴληφεν ἴδιον Plat. Polit. 305 d; Folgde; ἡ ἑκατέρου τοῦ πολιτεύματος ἰδ. καὶ δύναμις Pol. 1, 13, 13. – Bei Gramm. = eigenthümliche Bedeutung, εἰς ἰδιότητα ἀνεγνώσϑη, wurde in einem eigenthümlichen Sinne genommen, Schol. Il. 18, 319.