[1254] ἰνδάλλομαι (εἶδος), fast nur praes. u. impf., aor. ἰνδαλϑείς Lycophr. 597. 961, erscheinen, sich zeigen; ἄλλος, wie δοκεῖν, Il. 23, 460; ὥστε μοι ἀϑάνατος ἰνδάλλεται εἰςοράασϑαι Od. 3, 246; Il. 17, 213 lies't Spitzner mit Aristarch. ἰνδάλλετο δέ σφισι πᾶσιν τεύχεσι λαμπόμενος μεγαϑύμῳ Πηλείωνι für Πηλείωνος, gegen den älteren Gebrauch; vgl. τὼ δέ οἱ ὄσσε ὄστλιγγες πυρὸς ἃς ἰνδάλλοντο Ap. Rh. 1, 1297; so mit dem nom. 2, 545. 3, 453. 812; Opp. Cyn. 3, 458; ὥς μοι ἰνδάλλεται ἦτορ Od. 19, 224, wie er mir im Herzen erscheint, vor der Seele schwebt; ἰνδάλλεται ὁμοιότατος κλητῆρος εἶναι πωλίῳ Ar. Vesp. 188; sp. D.; gleichen, τινί, ἀργύρῳ ἰνδάλλοντο λίϑοι Theocr. 22, 39; Nic. Th. 153. 259; auch in Prosa, ϑεοὶ περιέρχονται πολλοῖς ξένοις καὶ παντοδαποῖς ἰνδαλλόμενοι Plat. Rep. II, 381 e; auch = δοκεῖν, scheinen, Theaet. 189 e; S. Emp. adv. log. 1, 249. 425, öfter; – δι' ὀφϑαλμῶν ἰνδαλλόμενα ἡμῖν, erscheinend, sichtbar werdend, Arist. mund. 6, 3.