[1262] ἰσάζω, gleich machen; von einer wägenden Frau,[1262] σταϑμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα Il. 12, 435; τὰς κτήσεις Arist. pol. 2, 6; pass., ἀνάγκη πρότερον ὑπάρχειν τὴν ἀνισότητα αὐτοῖς τοῦ ἰσασϑῆναι Metaph. 13, 4; ἰσάζεται ψήφοις δίστιχα Leon. Al. 14 (IX, 356); med., sich gleichstellen, gleichachten, Λητοῖ ἰσάσκετο Il. 24, 607; gleichkommen, δι' ἐμοῦ ταῦτα γιγνόμενα ϑεοῖς ἰσάζοιτ' ἄν Plat. Tim. 41 c; auch im act. intr., gleich sein, Legg. VI, 773 a; Pol. 6, 29, 5; D. Sic. 17, 1. [Hom. braucht ι lang.]