[1273] [1273] ἰσχύω (ἰσχύς), stark sein, muthig, gewaltig sein; ὑπέρ τινα Pind. frg. 13; μηδὲν μεῖον ἰσχύσειν Διός Aesch. Prom. 508; Eum. 591; ὃς μέγιστον ἴσχυσε στρατοῦ Soph. Ai. 495; auch von Sachen, τἀληϑὲς γὰρ ἰσχῦον τρέφω O. R. 356; Ar. Vesp. 357; καὶ ὑγιαίνειν Xen. Cyr. 6, 1, 24; ἐκ τῆς νόσου Hell. 6, 4, 18; ἰσχύειν τινί, wodurch mächtig, stark sein, Thuc. 2, 13. 3, 140; πρὸς τοὺς πολεμίους 3, 46; Kraft haben, gelten, ἐν ᾗ ἂν πόλει αἱ γενόμεναι δίκαι μηδὲν ἰσχύωσιν Plat. Crit. 50 b, vgl. Polit. 294 a; λόγοι Lys. 4, 12; ἡ κατηγορία ἰσχύει παρὰ τοῖς ἀκούουσι Aesch. 2, 2, der auch ἴσχυκε καὶ σύνηϑες ἐγένετο λέγειν vrbdt, 1, 165; πλεῖστον ἰσχῦσαι παρά τινι, bei Einem sehr viel vermögen, gelten, Dem. 38, 20; Plut. Pomp. 2. – [ἴσχυε mit kurzem υ Asclepd. 19 (V, 167), u. ἰσχύετε Mel. 53 (V, 212).]