[1276] ἰχθυόεις, εσσα, εν, fischreich; πόντος Il. 9, 4; Ἑλλήςποντος 360; ἰχϑυόεντα κέλευϑα Od. 3, 177, die Pfade des Meeres; μυχός Ar. Th. 324; sp. D., τὸν ἐκ πελάγεος ἰχϑυόεντα βόλον Antip. 14 (VI, 223).