ἱερο υργία

[1243] ἱερο υργία, , heiliger Gottesdienst, bes. Opfer, Her. 5, 83, in der ion. Form ἱρουργία od. ἱροργία; Plat. ἤ τις ἄλλη περὶ τὰ τοιαῦτα ἱερ. Legg. VI, 774 e; Sp., ἱερουργίας τινὰς ἀποῤῥήτους ἱερουργούμενος Plut. Alex. 31, ἱερουργίας ϑύειν Hdn. 6, 4, 3.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 1243.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: