[1241] ἱερο-ποιέω, ein ἱεροποιός sein, Plat. Lys. 207 d; übh. Opfer besorgen, καὶ ϑύειν ὑπἐρ τῆς δημοκρατίας Antiph. 6, 45, εἰςιτήρια ὑπ ὲρ τῆς βουλῆς ἱεροποιῆσαι καὶ ϑῦσαι Dem. 21, 114; Sp.; auch = heilig machen, K. S.