[1243] ἱερωσύνη, ἡ, ion. ἱρωσύνη, Priesterthum, Amt u. Würde eines Priesters; Her. 4, 16 l; Plat. Legg. VI, 759 a; Isocr. 2, 6; ἱερωσύνην οὐδενὸς ϑεῶν κληρώσεται Aesch. 1, 188; προεκρίϑην ἐν τοῖς εὐγενεστάτοις κληροῦσϑαι τῆς ἱερωσύνης τῷ Ἡρακλεῖ Dem. 17, 46; ἱερωσύνης μετασχεῖν 59, 92; [1243] Sp. Im plur. auch = das Opfer, Schol. Ar. Pax 923.