[1247] ἱκετεία, ἡ, das Schutzflehen, = ἱκεσία, w. m. s.; τὴν ἱκετείαν οὐκ ἐδέξαντο Thuc. 1, 24; ἱκετείαν τινὸς ποιεῖσϑαι, Jemanden bitten, 3, 67, wie ϑεῶν Lys. 2, 39; ἐφ' ἱκετείαν τρεπόμενος τῶν διωκόντων Plat. Apol. 39 a; ἱκετείας καὶ ἀντιβολήσεις ἐν ταῖς δεήσεσι ποιούμενοι Conv. 183 a; Sp.