[1242] ἶερο-πρεπής, ές, dem Heiligen geziemend, anständig, ehrwürdig; καὶ νῦν ἐν τῇ ἑορτῇ δοκεῖς ἱεροπρεπέστατος εἶναι τῶν προγεγενημένων Xen. Conv. 8, 40, du scheinst den meisten priesterlichen An. stand zu haben; ὄνομα Plat. Theag. 122 d; ἡ κνίσσα ϑεσπέσιος καὶ ἱεροπρεπής Luc. sacrif. 13. – Adv., Sp., wie Heraclid. alleg. Hom. 2.