[295] ὀδυνηρός, schmerzhaft; ἕλκος ὀδυναρόν, Pind. P. 2, 91; ὀδ. ὁ πλοῠτος γενήσεται Θήβαισι, Eur. Phoen. 569; βίος, Hipp. 189; ὀδυνηρότερος, Ar. Plut. 526; τὰ ὀδυνηρότατα πάϑη πάσχειν, Plat. Gorg. 525 c; Sp. – Adv., Luc. Lex. 2.