[316] ὀκνηρός, saumselig, bedenklich; ἐλπίδες ὀκνηρότεραι, Pind. N. 11, 22, von der Furcht; ταῦτ' ὀκνηρὰ ἡμῖν, Soph. O. R. 834; ἐς τὰ πολεμικὰ ὀκνηρότεροι ἐγένοντο, Thuc. 4, 55; ὀκνηρότερος εἰς τὴν πρᾶξιν, Antiph. 2 γ 5; ὀκνηρότερον προςιέναι, Xen. Cyr. 1, 4, 6; dem τολμηρός entgeggstzt, Dem. 25, 24, wie dem ϑρασύς, Luc. Nigr. A.; a. Sp.