[319] ὀλεσί-θηρος, das Thier verderbend, tödtend, ὃν (δράκοντα) Κάδμος ὤλεσε μαρμάρῳ κρᾶτα φόνιον ὀλεσίϑηρος ὠλένας δικὼν βολαῖς, Eur. Phoen. 664. S. aber das vorige Wort.