[319] ὀλιγ-αρκής, ές, sich mit Wenigem begnügend; καὶ[319] μέτριον χρὴ εἶναι τὸν φιλόσοφον, Luc. Tim. 57; – τὸ ὀλιγαρκές, = ὀλιγάρκεια, 54.