[345] ὀνειδίζω, schmähen, schelten; ἔπεσίν μιν ὀνείδισον, Il. 1, 211; νείκει ὀνειδίζων, 7, 95, Vorwürfe machen; Ἀγαμέμνονι ὀνειδίζων, ὅτι οἱ μάλα πολλὰ διδοῦσιν ἥρωες, ihm vorwerfend, daß, 2, 255; auch τινί τι, Einem Etwas vorwerfen, an Einem tadeln, ἀλκὴν μέν μοι ὀνείδισας, φὰς ἔμεν ἀπτόλεμον, 9, 34; οὐδ' ἄν μοι τὴν γαστέρ' ὀνειδίζων ἀγορεύοις, Od. 18, 380; Hes. O. 720; αἰσχύνομαί σοι ταῠτ' ὀνειδίσαι σαφῶς, Aesch. Ch. 904; σὺ δ' ἄϑλιός γε ταῠτ' ὀνειδίζων, ἅ σοι οὐδεὶς ὃς οὐχὶ τῶνδ' ὀνειδιεῖ Soph. O. R. 372; ἆρ' ἄϑλιον τοὔνειδος ὠνείδισ' εἰς σέ, O. C. 758; τοιαῦτ' ὀνειδιεῖσϑε, für das fut. pass., O. R. 1500; u. mit doppeltem acc., ἐπειδὴ καὶ τυφλόν μ' ὠνείδισας, du schaltest mich blind, 412; Eur. vrbdt ἃ εἰς γάμους μοι βασιλικοὺς ὠνείδισας, Med. 547; ὡς δέ οἱ ταῠτα ὠνείδισε. Her. 8, 106, der auch Σκύϑαι τοῠ βακχεύειν πέρι Ἕλλησι ὀνειδίζουσι 4, 79 verbindet, u. τῷ ϑεῷ τούτων, hierüber, ὀνειδίσαι 1, 90; auch ἐς τὸν Μηδισμόν, in Veziehung auf, 8, 92; ἃ σὺ ἐμοὶ ὀνειδίζεις, Plat. Gorg. 508 c; ὀνειδίζω σοι, ὅτι, 526 e; όνειδιῶ, Apol. 29 e; pass., οὐκ ὀρϑῶς ὀνειδίζεται, Tim. 86 d; τινὶ δειλίαν, Lys. 16, 15; Folgende, όνειδίζειν τινὶ εἰς ἀχαριστίαν, διότι Pol. 28, 4, 11, vgl. 9, 35, 6; auch τινὶ περί τινος, 30, 4, 8; D. Hal. 7, 32.