[346] ὀνήσιμος, ον, nützlich, ersprießlich; βίου τύχαι, Aesch. Eum. 884; ἐχϑρῶν ἄδωρα δῶρα κοὐκ ὀνήσιμα, Soph. Ai. 650; Ant. 982. – Adv., Plat. ἱκανῶς τε καὶ ὀνησίμως κτήσεσϑαι, Legg. V, 747 c.