[357] ὀπιδνός, geschen't, gefürchtet, ἥτε (Στύξ) ϑεοῖσι ῥιγίστη πάντεσσιν ὀπιδνοτάτη τε πέλεται, Ap. Rh. 2, 292, Schol. ἐπιστροφῆς ἀξία.