[370] ὀργιασμός, ὁ, das Feiern der Orgien; ἔνοχοι τοῖς Ὀρφικοῖς οὖσαι καὶ τοῖς περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμοῖς, Plut. Alex. 2; καὶ μυήσεις, de superstit. 8; καὶ τελεταί, de defect. orac. 12; a. Sp.