[383] ὀρνῑθο-θηρευτικός, ή, όν, den Vogelsang betreffend, ἡ ὀρνιϑοϑηρευτική, sc. τέχνη, Kunst des Vogelsangs, Plat. Soph. 220, v. l. ὀρνιϑευτική.