[405] ὀτραλέος, hurtig, emsig, schnell; Hom. nur im a, dv., τοὶ δ' ὀτραλέως ἐπίϑοντο, Il. 3, 260, παρὰ δεῖπνον ἔϑηκας αἶψα καὶ ὀτραλέως, 19, 317, μάλ' ὀτραλέως, Od. 19, 100; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 275; ὀτραλέαι ποτὶ μόρον κέλε υϑοι, Qu. Sm. 11, 107; ἐπέδραμεν ὀτραλέως, Her. vit. Hom. 21.