[431] ὀχμάζω, = ἐχμάζω, halten, befestigen, fassen; ὅςτις ἐν φάραγγί σ' ὤχμασεν, Aesch. Prom. 621, vgl. 5; μέσον μ' ὀχμάζεις, Eur. Or. 265; ἵππους, Rl. 817; τὰς μὲν συνοχηδὸν ὤχμασε ϑώμιξ, Archi. 23 (IX, 343); – tragen, stützen, σάκος, Ap. Rh, 1, 743; Opp. H. 3, 374.