[294] ὁδόω, den Weg zeigen, führen; οὗτός σ' ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χϑόνα, Aesch. Prom. 815; δυςτέκμαρτον εἰς τέχνην ὥδωσα βροτούς, 496, vgl. Ag. 169; übertr., ὅδωσον δυςϑανάτων κρατήρων πληρώματα, Eur. Ion 1050; übh. leiten, τὰ ἀπ' ὑμέων ὑμῖν χρηστῶς ὁδοῦται, Her. 4, 139. – Nach Hesych. im med. auch = πορεύομαι.