[324] ὁλκός, adj., ziehend; τί ἂν οὖν εἴη μάϑημα ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῦ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὄν; Plat. Rep. VII, 521 d, vgl. 527 b; γνάϑοι, Antiphan. bei Ath. XI, 781 d; schleppend, ὁλκὰ προβαίνων, Hel. 10, 30.