[332] ὁμίχλη, ἡ, ion. u. ep. ὀμίχλη, Nebel, dicke, trübe Nebelluft; εὖτ' ὄρεος κορυφῇσι Νότος κατέχευεν ὀμίχλην, Il. 3, 10, vgl. 17, 649; auch ἀνέδυ πολιῆς ἁλὸς ἠΰτ' ὀμίχλη, 1, 359, u. κονίης μεγάλην ἱστᾶσιν ὀμίχλην, große Staubwolke, 13, 336; ἐμοῖσιν ὄσσοις ὁμίχλη προςῇξε πλήρης δακρύων, Aesch. Prom. 145; Ar. Equ. 800; ὁ ϑολερώτατος ἀὴρ ὁμίχλη τε καὶ σκότος, Plat. Tim. 58 d; ἢ καπνός, 66 e; καὶ ὁ ἀήρ, Phaed. 109 b; ὁμίχλη ἐγένετο, Xen. An. 4, 2, 7; Sp., wie Luc. catapl. 2; vom Bratenduft, Mnesim. Ath. IX, 403 d.