[330] ὁμηρεία, ἡ, das Unterpfandgeben, die Bürgschaft; ἐς ὁμηρείαν ὑπολιπόντες τὸν προςοφειλόμενον μισϑόν, Thuc. 8, 45; ὁμηρειῶν ἐκδόσεις, Plat. Polit. 310 e; Sp., wie Pol. 18, 22, 5, öfter; D. Sic.