[342] ὁμόω, vereinigen, verbinden, ὁμωϑῆναι φιλότητι, Il. 14, 209, sich in Liebe vereinigen. – Aber διψάδος εἶδος ὁμώσεται αἰὲν ἐχίδνῃ, Nic. Th. 334, ist = ὁμοιωϑήσεται.