[340] ὁμό-στοιχος, = Vorigem, Sp., μανίᾳ γὰρ ὁμόστοιχος ἡ ὀργή, Plut. de garrul. 4. Vgl. aber ὁμότοιχος.
Meyers-1905: Omo
Pierer-1857: Omo · Hara-Omo