[329] ὁμ-αιχμία, ἡ, Speer-, d. i. Kampfgemeinschaft, Kriegsbündniß; ὁμαιχμίην συνϑησομένους πρὸς τὸν Πέρσην, Her. 7, 145; 8, 140, 1; ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία, Thuc. 1, 18; Sp., wie App. Gall. 15.