[348] ὄνομαι, 2. Pers. ὄνοσαι, 2. Pers. plur. ep. οὔνεσϑε, Il. 24, 241, imperat. ὄνοσο, optat. ὄνοιτο,[348] fut. ὀνόσομαι, ep. ὀνόσσομαι, aor. ὠνόσϑην und ὠνοσάμην, inf. ep. ὀνόσσασϑαι, in kürzerer Form ὤνατο, Il. 17, 25, – schelten, schmähen, beschimpfen; οὐχ ὥς με μνηστῆρες ἀτιμάζοντες ὄνονται, Od. 21, 422; σὴν ἀρετὴν βροτὸς οὔτις ὄνοιτο, 8, 239, vgl. Il. 13, 287; ὅτε μ' ὤνατο, 17, 25; νῦν σευ ὠνοσάμ ην φρένας, 14, 95, vgl. 17, 173; mit folgdm ὅτι, ἢ οὔνεσϑ', ὅτι μοι Ζεὺς ἄλγε' ἔδωκεν, 24, 241, scheltet ihr, seid ihr unzufrieden, d. i. ist es euch nicht genug, daß Zeus mir Schmerzen gegeben hat; ἢ ὄνοσαι, ὅτι τοι βίοτον κατέδουσιν ἄνακτος, Od. 17, 378; auch c. gen., οὐδ' ὥς σε ἔολπα ὀνόσσεσϑαι κακότητος, auch so, hoffe ich, wirst du nicht unzufrieden sein wegen deines Unglücks, ich hoffe, du wirst genug daran haben, 5, 379; ἥκιστα Κορίνϑιοι ὄνονται τοὺς χειροτέχνας, Her. 2, 167. – Vgl. ὀνοστός u. ὀνοτάζω.