[372] ὄρεξις, ἡ, das Streben, Trachten wornach, die Begierde; Plat. def. 413 c; Arist. eth. 1, 2; allgemeiner als ἐπιϑυμία, de sens. 1 u. Sp., bes. Plut. oft, auch = Appetit, δεκτικήν τινα τροφῆς εὐαρμοστίαν περιειργάσαντο περὶ τὸν στόμαχον, ἣν ὄρεξιν καλοῦμεν, Sympos. 7, 2; πρός τι, Schäf, Schol. Par. Ap. Rh. 2, 878.