[405] ὄτλος, ὁ (wohl mit τλῆναι zusammenhangend), Leid, Drangsal, Elend, VLL. erkl. μόχϑος, κακοπάϑεια; ἅπαντα πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλον, Aesch. Spt. 18.