ὑγραίνω
[1170] ὑγραίνω, naß, feucht machen, bewässern, benetzen; vom Flusse, der ein Land bewässert, Eur. Troad. 230; [1170] Hel. 3; übertr., βλέφαρον ὑγραίνω δάκρυσιν, Hel. 679; ὑγρανϑὲν ὕδωρ, Plat. Tim. 51 b; ὑγρανϑείσης Δημήτερος, Strat. 67 (XII, 225).