[1197] ὑπέρ-κειμαι (s. κεῖμαι), darüber liegen, τινός, οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Μακεδονίας βάρβαροι Pol. 4, 29, 1; χώρα Isocr. 4, 163; – τὰ ἄλλα ὑπερκείσϑω, τὰ δὲ νῦν σκοπῶμεν, das Andere bleibe aufgeschoben, aufgespart, Strab. 7, 3, 7.