[1200] ὑπερ-πίμπλημι (s. πίμπλημι), überfüllen, τινός, Soph. ἀνὴρ ὑπερπλησϑεὶς μέϑης, O. R. 779, vgl.[1200] 874; Sp., ὑπερεπέπληστο ἀνϑρώπων πόλις Luc. Alex. 15.