[1200] ὑπερ-παίω (s. παίω), überschreiten, übertreffen, τινός, Ar. Eccl. 1118; Ath. XII, 538 b; ὑπερπέπαικας τοὺς ἄλλους ἀνϑρώπους πλούτῳ Dem. 50, 34; τὸ γεγονὸς ὑπερεπεπαίκει τῇ δεινότητι πάσας τὰς προειρημένας πράξεις Pol. 14, 5, 14; Sp., wie Luc. Catapl. 27.