[1199] ὑπερ-όπτης, ὁ, Verächter, hoffärthiger Mensch; σφᾶς ἐςιδὼν πολλῷ ῥεύματι προςνισσομένους χρυσοῦ καναχῆς ὑπερόπτας Soph. Ant. 130, nach Herm. Conj. für ὑπεροπτίας; – τῶν εἰωϑότων Thuc. 3, 38; u. Sp., wie Luc. Necyom. 14; Theocr. 22, 58.