[1212] ὑπο-γίγνομαι (s. γίγνομαι), nach und nach, allmälig werden, entstehen; εἰ καί τι νοσῶδες ὑπογένοιτο Tim. Locr. 104 a; ὑπεγένετο φιλική τις διάϑεσις Pol. 2, 44, 1; συνήϑεια 6, 5, 10; ζῆλος 11, 8, 4; Folgde.