[1231] ὑπο-σκελίζω, Jem. das Bein unterschlagen u. ihn zu Boden werfen; καὶ ἀνατρέπω Plat. Euthyd. 278 [1231] b; ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, Dem. 58, 8; ἴδ' ὡς ὁ πρέσβυς ἐκ μέϑης Ἀνακρέων ὑπεσκέλισται Leon. Tar. 38 (Plan. 307); übertr. betrügen, überlisten, καὶ συκοφαντεῖν Dem. 18, 138; Luc. gymn. 1.