[1218] ὑπο-ϊσχάνω, poet. Nebenform von ὑποΐσχω, Ap. Rh. 3, 120 ἐνίπλεον ᾡ ἐπὶ μαζῷ λαιῆς ὑποΐσχανε χειρὸς ἀγοστόν.